Σαν σήμερα, στις 18 Αυγούστου του 1936, εκτελέστηκε από τους Εθνικιστές του Φράνκο ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς που πέρασαν.
87 χρόνια από τον θάνατο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: Το «αηδόνι της Ανδαλουσίας,
10 φορές ενέπνευσε την Ελληνική δισκογραφία.
Σαν σήμερα, στις 18 Αυγούστου του 1936, εκτελέστηκε από τους Εθνικιστές του Φράνκο ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς που πέρασαν.
Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και αποτελεί ένα μυστήριο μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι πρέπει να είναι θαμμένος στον τόπο της εκτέλεσής του στα περίχωρα της Γρανάδας.
Ενα αστέρι που ο φασισμός δεν κατάφερε να σβήσει...
Ο μεγάλος και αδικοχαμένος στα 38 του χρόνια, δραματουργός ποιητής Federico [del Sagrado Corazón de Jesús] García Lorca γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Fuente Vaqueros (περιφέρεια της Granada, στην Andalucía) στις πρώτες θέσεις της καρδιάς μας...
«Τραγούδησε» την αγάπη αλλά και το θάνατο, μίσησε το δεσποτισμό και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας.
Ο Λόρκα καταδίκαζε την καπιταλιστική κοινωνία και όλα όσα είχε σαν συνέπειες – την αδιαφορία για τη δυστυχία, την αποξένωση, τη φτώχεια και το ρατσισμό.
Στο θέατρο, ο Λόρκα ανακάλυψε ένα ισχυρό μέσο να συνδέεται με το κοινό και να το προκαλεί. Το θέατρο, έγραφε, «είναι ποίηση που σηκώνεται από το βιβλίο και γίνεται ανθρώπινη. Κι όσο γίνεται ανθρώπινη, μιλάει και φωνάζει, κλαίει και απελπίζεται».
Federico Garcia Lorca (Kavvadias)
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου